- φρότολα
- (frόttola). Ποιητική σύνθεση λαϊκής καταγωγής που –με ακανόνιστο μέτρο και ομοιοκαταληξίες χωρίς τάξη– συνδέει αποφθέγματα, παράξενες σκέψεις, φράσεις συνδυασμένες χωρίς κανένα λογικό ειρμό και με αστεία διάθεση. Αναπτύχθηκε στην Ιταλία και δείγματά της διασώθηκαν μόνο σε λόγιες μιμήσεις που έγραψαν τον 14o και τον 15o αι.
Μουσική. Πολυφωνικές συνθέσεις κοσμικής μουσικής (musica profana) με 3 ή 4 φωνές, που προσαρμόζονταν στο ομώνυμο ποιητικό είδος στην Ιταλία. Αναπτύχθηκε τον 15o αι. και στο πρώτο μισό του επόμενου και διαμορφώθηκε σε έναν τύπο που διέφερε από την καθαυτή πολυφωνία, γιατί στήριζε τη θέση της μελωδικής γραμμής στην οξύτερη φωνή, τη λεγόμενη σοπράνο, ενώ οι υπόλοιπες περιορίζονταν σε ρόλο συνοδείας, συμπληρώνοντας την αρμονία με συγχορδίες. Η φ., με τον τρόπο αυτό, περιείχε τα στοιχεία επάνω στα οποία άνθησε τον 16o αι. η ομοφωνία, έτσι όπως τη συναντάμε π.χ. στα μαδριγάλια του Λουτσάσκο Λουτσάσκι και του Τζούλιο Κατσίνι. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αι., η παρεφθαρμένη μορφή της φ. σήμαινε στη Νάπολη ένα είδος χορωδιακού τραγουδιού, που ερμηνευόταν από παιδιά μπροστά από θρησκευτικές λιτανείες. Μεγάλη συλλογή τέτοιων κομματιών υπάρχει στα 11 βιβλία πολυφωνιών που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 1504 και 1511 από τον Οταβιάνο Πετρούτσι, έναν από τους πρώτους Ιταλούς μουσικούς εκδότες.
* * *η, Νμουσ. ιταλικό κοσμικό τραγούδι, πολύ διαδεδομένο στα τέλη τού 15ου και στις αρχές τού 16ου αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frottola].
Dictionary of Greek. 2013.